- ψευδόογκος
- ο, Νιατρ. ογκοειδής παθολογικός σχηματισμός χωρίς νεοπλασματικά χαρακτηριστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + όγκος. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. pseudotumeur].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυκήτωμα — το [μύκης] 1. ιατρ. φλεγμονώδης υποδόριος ψευδοόγκος, που συνήθως εντοπίζεται στα κάτω άκρα, αλλά ορισμένες φορές και σε άλλα μέρη τού σώματος 2. εντομολ. σύνολο συμβιωτικών κυττάρων που βρίσκονται στο έντερο μερικών ειδών εντόμων και καλούνται… … Dictionary of Greek